τεχνούργημα

τεχνούργημα
το, ΝΜΑ [τεχνουργῶ]
έργο τέχνης, καλλιτέχνημα
νεοελλ.
1. (αρχαιολ.-κοινων.-ανθρωπολ.-τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ. τέχνημα
2. (βιολ.-μικρβλ.) σχηματισμός μη φυσικών δομών σε χημικώς και φυσικώς προετοιμασμένα παρασκευάσματα ζωικών και φυτικών ιστών που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι λ.χ. οι ανθρώπινες ενέργειες κατά την προετοιμασία τών δειγμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεχνούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνούργημα — το, ατος τεχνικό έργο, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνουργημάτων — τεχνούργημα a work of art neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργήμασιν — τεχνούργημα a work of art neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργήματι — τεχνούργημα a work of art neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργήματος — τεχνούργημα a work of art neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραβούργημα — Ανεικονική διακοσμητική σύνθεση, χαρακτηριστική της αραβικής τέχνης. Α. υψηλής τέχνης βρίσκονται συγκεντρωμένα στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου. Δείγματα α. υπάρχουν και στο αθηναϊκό μουσείο Μπενάκη. Βλ. λ. ισλαμισμός (τέχνη). * * * το 1. ζωγραφικό …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • νιέλο — το άκλ. (διακ.) α) διακοσμητική τεχνική που συνίσταται στην εγκόλληση μαύρου σμάλτου στις κοιλότητες εγχάρακτης σε ασημένια πλάκα παράστασης β) συνεκδ. το παραγόμενο με τη μέθοδο αυτή τεχνούργημα …   Dictionary of Greek

  • ποικιλουργία — ἡ, Α [ποικιλουργός] διακοσμητικό τεχνούργημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”